Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΛΙΩΝΕΙ (πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα…):

 Ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη, όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια.

«Η γαλήνη είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται

και οι άνθρωποι έχουν μια μοναξιά τέτοια, σου έλεγα,

όπως δυο μαύρα βαπόρια φορτηγά αραγμένα απόγευμα σε επαρχιακό λιμάνι».

Και ήταν που αγαπηθήκαμε μετά, όπως κουλοί στα τρένα,

σε έναν κόσμο δικό τους, πυρπολημένοι από το αδέξιο πλήθος.

Ύστερα χάθηκες, όπως γίνεται, κρυφά.

Σούρουπο παχύρρευστο σερνόταν στους δρόμους.

Από κάπου ακουγόταν ένας δίσκος.

Η φωνή έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν,

σαν βιαστικός μεθυσμένος που τρέκλιζε.

Ο άνθρωπος της πάνω γειτονιάς που ’λεγαν ότι πέθανε η γυναίκα του, και η κόρη της τρελής.

Κουρασμένα τραγούδια έπεσαν μάλλον σε πάτωμα

και έσπασαν σαν γυαλικά που τα έριξε ο κλέφτης.

 

Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα.

Θέλει λέξεις ξεχασμένες όπως το φόρεμα που πέταξες στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κι έγινες γυναίκα.

Θέλει πέτρες πρωτόγονες, άγριες.

Και εγώ δεν  είμαι θαλασσινός, να ψάχνω στα ακρογιάλια.

Και ούτε που γνωρίζω κι από πέτρες.

[ΑΣ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979 - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

2. ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ, Αφημένη από τους ανθρώπους

3. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ, Ποιος είπε πως ο πόλεμος τελείωσε

4. ΤΟΠΙΟ, Ο ποτισμένος από τη βροχή χωματόδρομος…

5. ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΜΗΤΣΟ, που πήρε τη βαλίτσα του και χάθηκε…

6. ΟΙ ΛΥΚΟΙ, δεν κατοικούν στα βουνά…

7. ΟΙ ΚΑΜΑΡΕΣ ΕΡΓΕΝΗΔΩΝ, Όταν κοιτάζεις κάμαρες στο κάτω μέρος του σπιτιού σου… και

8. Η ΜΑΡΙΑ, Με τη Μαρία δεν σμίγαμε όλη την εβδομάδα

 

 


ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979)

Θάλασσα του χειμώνα αφημένη από τους ανθρώπους.

 

Εδώ ας καθίσουμε μια στιγμή στην ησυχία.

Όπως καθίσαμε παιδιά στη σχολική εορτή.

Όπως κάθισαν οι καλεσμένοι στην αυλή

στους αρραβώνες της γιαγιάς μας, Κυριακή Ιουλίου του 1930.

Όπως κάθισαν οι δυο ξένοι στο σταθμό της Κορίνθου

και αγαπήθηκαν ύστερα πίσω από άδεια κιβώτια μπύρας

και τον εγκαταλειμμένο φωνόγραφο,

μισή ώρα πριν έρθουν τα τρένα, και ύστερα χάθηκαν για πάντα.

 

Θάλασσα του χειμώνα αφημένη από τους ανθρώπους.

 

Εμείς που ποθήσαμε τόσο πολύ τη γαλήνη

γυρνάμε τώρα στις λεωφόρους δίχως κρεβάτι

και με τα μάτια μας κόκκινα από την αγρύπνια.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Α κορίτσι μικρό, ποιο έντυπο της επανάστασης θα γράφει για το δικό σου Σαββατόβραδο… Τους βρήκα όπως και τότε ίδια. Τραγούδαγαν ακόμα τραγούδια του αγώνα. Της έκανα νόημα να βγει. Και είχε ένα φεγγάρι τσίγκινο. Και ο ουρανός χαμηλωμένος. Μπογιατισμένος με λινάτσα και κάτουρο.

 

Ποιος είναι που είπε ότι ο πόλεμος τελείωσε.

Ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.

Δεκάδες οι νεκροί όταν γυρίζεις στο σπίτι σου την αυγή.

Την ώρα που κλείνουν οι κινηματογράφοι.

Την ώρα που κλείνουν οι ταβέρνες,

και σωρός τα σκουπίδια μαζεύονται στην εξώπορτα –

Δεκάδες οι νεκροί στις γωνίες ωραία παιδιά

πεσμένα μπρούμυτα

με τους γυλιούς και τα αμπέχονά τους πεταμένα στη σκόνη.

 

Διαβάτη πρωινέ, πρόσεχε μην τα πατήσεις.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

ΤΟΠΙΟ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979)

Ο ποτισμένος απ’ τη βροχή χωματόδρομος

αναθυμιάζει την οργή του μες στο βράδυ.

κι εσύ είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω γνωρίσει.

Είμαι αμέριμνος μαζί σου στο κρεβάτι

ενώ την ίδια ώρα στους οίκους ανοχής

δεκάδες καπνιστές καρτερικά περιμένουν

να πάρουν ο καθένας τη σειρά του

βρίζοντας επίτηδες για να φανούν λίγο άνδρες.

«Ένας λαός ολόκληρος πληρώνει την τάξη σου,

γυρνώ ξάφνου και σου λέω,

κι ετούτος κι εκείνος και ο άλλος

και αυτό το κορίτσι με το κόκκινο φουλάρι στο λαιμό

γεμάτο θέληση που φωνάζει «εργάτες, σηκωθείτε» -

Όλες οι μπουκάλες των ποτών, σου συνεχίζω,

χύνουν ασταμάτητα οινόπνευμα

στις φλέβες αυτών που δεν πήραν

στα σοβαρά τις ευαισθησίες τους

και τα βιβλιάρια του ΙΚΑ

είναι οι καλύτεροι πίνακες, που είδα ποτέ μου, ζωγραφικής».

 

Παίζεις με το πέος μου σαν γάτα με τόπι στον κήπο.

Ύστερα, γυρνώντας στο πάρκο με τους άλλους,

φωνάζεις πίσω σου με θράσος: «Είμαι η επανάσταση»

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟ*

Ο Μήτσος πήρε τη βαλίτσα του που είχε χαθεί

στο πρακτορείο λεωφορείων Πρεβέζης. Ήσυχα και μοναχικά.

Ύστερα μπήκε στην Αθήνα, Κυριακή απόγευμα,

τόσο απλά και τόσο αθόρυβα, να σπουδάσει ηλεκτρονικός.

Πέρασε δίπλα από κλειστές μάντρες υλικών οικοδομής

στην Ιερά Οδό, από χαλασμένα φορτηγά, τρίκυκλα

και κλειστά μηχανουργεία στο Αιγάλεω.

Ο Μήτσος είδε από μακριά την Πεντέλη, τον Κεραμεικό…

Αυτή είναι η Αθήνα, είπε. Πέρασε από την έρημη Ομόνοια.

Είδε έναν πατριώτη του φαντάρο. Έκανε πως δεν τον πρόσεξε.

«Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος!»

Και ο Μήτσος απάντησε «όχι»

σκεπτόμενος πράγματα πολύ συγκεχυμένα,

όπως τα παιδικά ξυπόλυτα χρόνια του

με αυτιά γαϊδάρου στο χωριό

καθώς κι εκείνη τη Στέλλα από τη Βέροια που την αγάπησε

και εντούτοις παντρεύτηκε ζωέμπορο στη Λιβαδειά.

Αυτή είναι η Αθήνα, ξαναείπε ο Μήτσος.

Έφαγε μακαρονάδα το βράδυ

σε ψητοπωλείο της οδού Βερανζέρου – έκανε βόλτα.

 

Τη νύχτα κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο «Ωραία Ήπειρος»

της οδού Μενάνδρου

 

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: «Κατόπιν, αφού την έδεσαν αμφότεροι εις τρεις καρέκλας ηνωμένας, και παραμείνας μόνος ο αρχιβασανιστής ο επιλεγόμενος «Μήτσος ο επιλοχίας», εκτύπησε ανηλεώς τα πέλματά της με ρόπαλο. Της κατεβίβασεν το παντελόνιον, της απέσπα τρίχας εκ του εφηβαίου και ακολούθως της εμάλαζε τα στήθη επί τοσούτον ισχυρώς ώστε η παθούσα να καταθέτη ότι «τραβούσε να τα αποσπάση».

Προσέτι δε, γνωρίζομεν υμίνμ ότι ο εν λόγω Μήτσος παρέμεινεν άγνωστος…» (Βούλευμα Πλημμελειοδικών, από τη δίκη των βασανιστών 14.7.1975)

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1976]

 

 

ΟΙ ΛΥΚΟΙ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979)

Οι λύκοι δεν κατοικούν στα βουνά.

 

Τριγυρνάνε στις πόλεις την άνοιξη

ανάμεσα στο αμέριμνο πλήθος.

 

Οι λύκοι σε παρακολουθούν τα βράδια που είσαι μόνη.

 

Μην τρομάξεις, ποτέ δεν θα τους δεις.

 

Όμως όταν γυρνάς «πιωμένη την αγάπη»

σκέψου μια στιγμή τους λύκους.

 

Όχι για τίποτα άλλο,

αλλά γιατί ποτέ δεν πρόκειται,

γιατί ποτέ δεν πρόκειται να τους πάρεις είδηση στο διάβα σου

 

ΟΙ ΚΑΜΑΡΕΣ ΕΡΓΕΝΗΔΩΝ

Όταν νοικιάζεις κάμαρες στο κάτω μέρος του σπιτιού σου, αυτό πάει να πει πως πρέπει να είσαι εξημερωτής πουλιών ή τουλάχιστον να έχεις χρηματίσει αγγειοπλάστης. Γιατί εδώ κρύβεται συνήθως ένα μυστήριο. Μια απόλυτη ησυχία θα υπάρχει πάντα. Μόνο που μερικές στιγμές την ημέρα – τις ίδιες ακριβώς – θα ακούς κάτι υπόκωφους θορύβους από πιάτο φερ’ ειπείν ή τράβηγμα φλιτζανιού ή ένα αόριστο τακ-τακ από κάρφωμα στον τοίχο. Η παγίδα όμως δεν είναι εδώ. Άσε που όταν ξενοικιάζουν και φεύγουν, κατεβαίνεις να εξιχνιάσεις το μυστήριο. Εδώ είναι και η παγίδα. Γι’ αυτό και πρέπει να έχεις χρηματίσει ναρκοσυλλέκτης στο στρατό, για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Γιατί αφήνουν πεταμένα κάτι παλιά πουκάμισά τους, μια ζελατίνα από ταυτότητα ή καμιά φωτογραφία από εκείνες τις παλιές, βγαλμένη δίπλα σε άγαλμα ή μαζί με τους γονείς δίπλα σε υπερωκεάνιο, στα λουτρά του Καϊάφα, ή κανένα από εκείνα τα ανεπίδοτα γράμματα με κάτι φράσεις σαν κι αυτές: «Μικρός ήθελα να γίνω μουσικός. Είμαι υπάλληλος γραφείου». Τα πιάνεις ανυποψίαστος. Η χειροβομβίδα σκάει, πλακώνουν τα ασθενοφόρα, κορνάρουν, κάτι άγγελοι με λευκές μπλούζες σε φορτώνουν βλοσυροί. Κάτσε τώρα να βγάλεις άκρη με αυτούς τους παράξενους. Να τρέχουν ανάστατοι στους θαλάμους, εσύ να τους λες για κάμαρες εργένηδων και εκείνοι να σε ρωτάνε αυτό το άχαρο δελτίο για το ιστορικό του ακρωτηριασμού.

Μα εγώ νοίκιαζα κάμαρες. Ήμουν ήσυχος πολίτης, έγραφα ποιήματα και δεν πείραζα κανέναν. Ποιος μου έκοψε τώρα το χέρι!

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

 

Η ΜΑΡΙΑ

Με τη Μαρία δεν σμίγαμε όλη την εβδομάδα. Τα Σαββατόβραδα όμως πηγαίναμε στην γκαρσονιέρα ή στο ξενοδοχείο. Εκεί έδινα όλα τα χρήματα, έπαιρνα ένα δωμάτιο – στα τελευταία με μπάνιο – άφηνα και τα υπόλοιπα στη γυναίκα «για το γούρι», έλεγα, ενώ η Μαρία με χαμηλωμένο το κεφάλι είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας τα πρώτα σκαλοπάτια. Της Μαρίας της άρεσε το «εννέα» στον πρώτο όροφο, που είχε και κορνίζα πάνω απ’ το κρεβάτι, ψηλά. Στη συνέχεια, αμέσως σχεδόν, έφτανα κι εγώ κοντά της, κλειδώναμε, και την κοιτούσα στιγμές πολλές στα μάτια. Η Μαρία γδυνόταν αρχίζοντας απ’ τα παπούτσια και τις κάλτσες, όπως τα παιδιά που σου λένε καληνύχτα πριν κοιμηθούν, ενώ στη συνέχεια έβγαζε και τα υπόλοιπα, πλην της κιλότας, που πάντα έβγαζα εγώ.

Κατόπιν η Μαρία άνοιγε τα μάτια. Εγώ είχα το πρόσωπό μου από πάνω της, καθότι είχα καταλάβει πως ήθελε να βλέπει ένα πρόσωπο ευχάριστο, χαρούμενο, την πρώτη εκείνη στιγμή ακριβώς που άνοιγε τα μάτια της. Καθόταν μετά η Μαρία λίγο στη σιωπή, όπως το συνηθίζουν οι γυναίκες την ανάλογη στιγμή, και σκεφτόταν πράγματα περίεργα, όπως π.χ., τι ζητάει αυτός από μένα, ένα ξένος, τον αγαπώ άραγε, κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ., που εγώ καταλάβαινα. Ύστερα χαμογελούσε η Μαρία, άναβε ένα τσιγάρο, ανέβαζε το κεφάλι στο στήθος μου και κάπνιζε διηγούμενη με αστεϊζον δήθεν ύφος περιστατικά από την παιδική της ηλικία, ας πούμε, όπου της έδεσαν μια φορά το πόδι για να κάτσει φρόνιμα ή για να μην σπάει τα κουζινικά ή που έμεινε για ένα διάστημα χωρίς τον πατέρα της, που αυτό ήταν σημαντικό. Εγώ «μαγνητοφωνούσα»  με προσοχή μέσα μου αυτά που θα μου άνοιγαν την πόρτα της ψυχολογίας της, προσποιούμενος αυτόν που δεν τον πολυνοιάζει, μη και καταλάβει η Μαρία όπου ήμουν ένας «κλέφτης» και τρομάξει και κλειστεί.

Μέναμε πολλές ώρες έτσι, ώσπου κάποια στιγμή κοίταζε το ρολόι της, σηκωνόταν, φτιαχνόταν στον καθρέφτη, ντυνόταν ράθυμα, αργά, σιγοψιθυρίζοντας έναν ακαθόριστο σκοπό λιγνό σαν επαρχιακό δρόμο, και όταν ήταν έτοιμη, φεύγαμε. Στο πεζοδρόμιο έβγαινα πρώτος εγώ, αυτή δίσταζε για λίγο, πλην όμως στη συνέχεια ακολουθούσε. Είχε αρχίσει να βραδιάζει πια για καλά έξω, και τα μάτια της Μαρίας είχαν πάρει κάτι από το μούχρωμα, κάτι από εκείνο το μαύρο που έπαιρναν οι μυρτιές και οι βάγιες στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού μου, όταν νύχτωνε, και που εκ των υστέρων το ανακάλυψα. Τύχαινε να την κοιτάξω χαριεντζόμενος μέσα τους – στα μάτια της δηλαδή. Είχαν ζωγραφιστεί πράγματα και πράγματα, όπως λουλούδια, χόρτα περίεργα, καθώς δε και δυο πέτρινα λιοντάρια που είχε τύχει να δω σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, στην είσοδο, μικρός, μια μέρα που πηγαίναμε στο νοσοκομείο να δούμε το θείο Αλέξανδρο, γι’ αυτό και κοντοστεκόμουν τότε με τρόπο στο βήμα εγώ, να θαυμάσω τώρα που το είχα κοντά μου, προφίλ, το σπουδαίο κορμί, το αγέρωχο κεφάλι, τα φουντωτά μαλλιά, όπου έχω ακόμα μνήμες στο μυαλό μου τέτοιες που με τυραννούν. Ύστερα προχωρούσαμε, βγαίναμε στη μεγάλη χωματένια πλατεία…

Και ο νους της Μαρίας ήτανε πάντα στη φυγή.

 

O Γιώργος Μαρκόπουλος έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δυο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1966 του απονεμήθηκε το «Βραβείο Καβάφη» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998)

Δευτέρα, 26 Απριλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ